λεοντοκέφαλος

λεοντοκέφαλος
λεοντο-κέφᾰλος, ον,
A lion-headed, παραιετίδες, of gargoyles, IG22.1627.303, prob. in 1666 B 19,29, cf. Luc.Herm.44:—also [suff] λεοντο-κεφᾰλή, , lion-headed gargoyle, SIG 241.107, 117 (Delph., iv B.C., in [dialect] Dor. form -ά), IG42(1).102.294, 303 (Epid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεοντοκέφαλος — lion headed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντοκέφαλος — η, ο (Α λεοντοκέφαλος, ον) αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού («κυνοκεφάλους τινὰς ὄντας καὶ λεοντοκεφάλους ἀνθρώπους», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • λεοντοκεφάλους — λεοντοκέφαλος lion headed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντοκεφάλῳ — λεοντοκέφαλος lion headed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”